- ἀφάρμακος
- ἀφάρμακ-ος, ον,A without medicinal properties, Gal.6.650.II without bloom,
χρῶμα Eust.1416.2
, Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χρῶμα Eust.1416.2
, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀφάρμακον — ἀφάρμακος without medicinal properties masc/fem acc sg ἀφάρμακος without medicinal properties neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφάρμακοι — ἀφάρμακος without medicinal properties masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φάρμακο — το / φάρμακον, ΝΜΑ 1. ουσία που χρησιμοποιείται για θεραπευτικούς σκοπούς, για την αποκατάσταση τής φυσιολογικής λειτουργίας τού οργανισμού ή για προφύλαξη από τις νόσους, φαρμακευτικό προϊόν, γιατρικό 2. μτφ. μέσο που χρησιμεύει για την άμβλυνση … Dictionary of Greek